- μουντζάλωμα
- και μουτζάλωμα, το [μουντζαλώνω]λέρωμα με μελάνι, μουντζάλισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουντζάλιασμα — και μουτζάλιασμα, το [μουντζαλιάζω] μουντζάλωμα, λέρωμα με μελάνι … Dictionary of Greek
μουτζάλωμα — το βλ. μουντζάλωμα … Dictionary of Greek